κορσές — ο (λ. γαλλ.), στηθόδεσμος, πλατύς ελαστικός ζωστήρας που περιβάλλει την κοιλιά και μέρος του θώρακα των γυναικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορσαρίζομαι — [κορσές] φορώ κορσέ … Dictionary of Greek
κορσάτος — η, ο 1. αυτός που φορά κορσέ 2. για ένδυμα) αυτός που εφαρμόζει τέλεια ή στενά στο σώμα και ιδίως αυτός που στενεύει στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορσές + κατάλ. άτος (πρβλ. αερ άτος, φινετσ άτος)] … Dictionary of Greek
στηθόδεσμος — ο, ΝΑ ειδικός επίδεσμος που χρησιμεύει για τη συγκράτηση τού γυναικείου στήθους, κν. σουτιέν νεοελλ. 1. ελαστικός ζωστήρας για τον θώρακα ή τη μέση τών γυναικών, κν. κορσές 2. ιατρ. (κυρίως σε περιπτώσεις παθήσεων τής σπονδυλικής στήλης ή… … Dictionary of Greek
Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… … Dictionary of Greek
τριβέλι — το (λ. λατ.) 1. τρύπανο. 2. μτφ., άνθρωπος ενοχλητικός, «στενός κορσές», «τσιμπούρι»: Δεν τον ανέχομαι πια, μου έγινε τριβέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)